κρουστάλλιασμα

κρουστάλλιασμα
το, -ατος
πάγωμα, κοκάλιασμα από το κρύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωση — η η μετατροπή σε κρυστάλλους σώματος που έχει διαλυθεί σε υγρό, πάγωμα, κρουστάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”